κατεπάγω

Revision as of 14:27, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

[ᾰγ], bring down upon, τιμωρίαν τινί Plu.2.551d (sed leg. -επείγει): κατεπάγων is f.l. for κᾆτ' ἐπ. in Ar.Eq.25.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ἄγω), dazu führen, -setzen, Ar. Equ. 25; – τὴν τιμωρίαν, Strafe auferlegen, Plut. de S. N. V. 6, v.l. κατεπείγει.

French (Bailly abrégé)

amener ou porter sur ; fig. τιμωρίαν τινί PLUT infliger un châtiment à qqn.
Étymologie: κατά, ἐπάγω.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάγω: (ᾰγ)
1 добавлять, присоединять: κατεπάγων πυκνόν Arph. быстро присоединяя (приставку к глаголу);
2 налагать (τὴν τιμωρίαν τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάγω: ᾱ: μέλλ. -άξω, ἐπιφέρω τι μεθ’ ἕτερον, φέρω τι ταχέως μετ’ ἄλλο, ἐπαναλαμβάνω ἐν τάχει, ὥσπερ δεφόμενος νῦν λέγε τὸ μόλωμεν, εἶτα δ’ αὐτὸ κατεπάγων πυκνὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 26· ἐπιφέρω κατά τινος, τιμωρίαν τινί Πλούτ. 2. 551D.

Greek Monolingual

κατεπάγω (Α)
1. φέρω κάτι έπειτα από άλλο, επαναλαμβάνω κάτι γρήγορα
2. επιβάλλω κάτι σε κάποιον («οὐ πᾱσι κατεπάγει τιμωρίων ὁμοίως», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άγω «επιφέρω»].

Greek Monotonic

κατεπάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, φέρνω το ένα μετά το άλλο γρήγορα, επαναλαμβάνω γρήγορα, διαδέχω, εναλλάσσω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ξω
to bring one thing quickly upon or after another, to repeat quickly, Ar.