μαλακότης

Revision as of 14:54, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in plural, Pl.Cra.432b. 2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4. II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκότης: ητος ἡ
1 мягкость Plat., Arst.;
2 изнеженность, вялость, слабость, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = μαλακία
I. softness, Plat., etc.
II. weakness, effeminacy, Plut.

English (Woodhouse)

softness

German (Pape)

ητος, ἡ, Weichheit, im Gegensatz von σκληρότης, Plat. Rep. VII.523e, im plur., Crat. 432b und A.; Weichlichkeit, Plut. Oth. 9.