διπλασιάζω
English (LSJ)
A double, Pl.Lg.920a, Hierocl. in CA20p.465M., etc.: —Pass., Prodic.7, X.Ages.5.1, Ph.2.534; δ. λέγεται διχῶς· ἢ γὰρ τόπον… μένοντος τοῦ πλήθους τῶν ἀνδρῶν, ἢ τὸν ἀριθμόν Ascl.Tact.10.17; so δ. τὸ βάθος Plb.18.24.8. 2 Gramm., reduplicate, A.D. Pron.62.23, al.:—Pass., Id.Synt.237.23. b double a consonant, Hdn.Gr.2.932, etc. 3 repeat a metrical phrase, in Pass., Aristid. Quint.1.24. II intr., to be twice the size of, τινός D.S.4.84; to be doubled in value, Lys.32.25.
Spanish (DGE)
I tr.
1 gener. doblar, duplicar, hacer doble en duración, de períodos de tiempo, Pl.Lg.920a, τὰς ἕνδεκα ταύτας ἡμέρας Plu.Num.18, en cantidad τὸν φόρον And.4.11, τοὺς ... μισθούς D.S.16.36, τὸ ἀργύριον D.C.61.5.4, χρῆμα Pall.V.Chrys.20.380, τὴν δόσιν Gal.6.828, en v. pas. νομίζων βασιλεῖ τοῦτο (τὴν θοίναν) διπλασιασθῆναι pensando que al rey se le daba el doble (de comida) X.Ages.5.1, cf. D.24.82
•en intensidad c. ac. de abstr. τὴν ἀσφάλειαν D.S.17.43, διπλασιάζων ἑαυτῷ ... τὰς παρὰ τῶν εὐεργετουμένων χάριτας IHistriae 54.30 (I a.C.), τὴν ἡδονήν Luc.Dom.21, τὴν ὀδύνην Gal.7.722, τὸ ἐπ' αὐτοῖς φίλτρον Basil.Ep.260.1, en v. pas. ἐπιθυμίαν μὲν διπλασιασθεῖσαν ἔρωτα εἶναι, ἔρωτα δὲ διπλασιασθέντα μανίαν γίγνεσθαι Prodic.B 7, cf. Str.3.2.4, Ph.2.534
•en extensión, Str.14.1.23, en cont. milit. δ. ... τόπον ... μένοντος τοῦ πλήθους τῶν ἀνδρῶν duplicar el lugar permaneciendo el número de hombres Ascl.Tact.10.17, τοῖς φαλαγγίταις παρήγγελλε δ. τὸ βάθος Plb.18.24.8, cf. Arr.Tact.5.6, en v. pas. Arr.Tact.25.1
•en número δ. τοὺς λέοντας duplicar el número de leones Luc.Sol.5, τὰς δυνάμεις Plb.24.14.11, cf. D.S.16.85, LXX Ez.21.19, en v. pas. διπλασιάζεται ὄνομα en pleonasmos, Aristid.Rh.508, secuencias métricas, Aristid.Quint.47.16, 51.1
•esp. geom. duplicar una medida geométrica, línea, área o volumen, Hero Metr.1.15, Procl.in Euc.294.1, S.E.P.3.96, M.9.299, Eratosth. en Eutoc.in Sph.Cyl.64, en v. pas. Eratosth. en Hero Def.125.1, δ. τὸν κύβον duplicar el cubo, e.d. construir un cubo que tenga un volumen doble c. respecto a un cubo dado, Eratosth. en Eutoc.in Sph.Cyl.64, en v. pas. Hippocr.Ch.212.
2 mat. multiplicar por dos τὸν ἀριθμόν (ἀνδρῶν) Ascl.Tact.10.17, cf. D.H.3.32, Iambl.in Nic.15, ἡ γὰρ δυὰς ἑαυτὴν διπλασιάσασα τὴν τετράδα γεννᾷ Hierocl.in CA 20.17, cf. S.E.M.9.327, en v. pas. Euc.9.32, Vett.Val.116.26, διπλασιαζόμενος ἀριθμός número par Arist.Metaph.1084a6, 1091a12, PA 643a23, Euc. en Iambl.in Nic.24.
II intr.
1 ser doble διπλασιάζει πῶς ἡ ἐξοχή Str.1.2.30
•c. gen. compar. ser doble, ser dos veces mayor que καρπὸν τῷ μεγέθει ... διπλασιάζοντα τῶν ἐν ταῖς ἄλλαις χώραις φυομένων D.S.4.84.
2 adquirir doble valor, doblar su precio ὁλκάς Lys.32.25.
3 gram. duplicar en v. med. διπλασιάζεται ... ἡ αὐτὸς ἐν τῷ αὐταυτός A.D.Pron.62.23
•reduplicar (τὸ γράφειν) διπλασιάζεται ... ἐν τῷ γεγραφέναι A.D.Synt.237.23, cf. Arc.70.16, EM 232.5G., ἀόριστος δεδιπλασιασμένος aoristo reduplicado Hdn.Gr.2.92
•geminar una consonante, Hdn.Gr.2.932, Sch.D.T.55.30, EM 620.26G., en v. pas. Hdn.Gr.1.141.
French (Bailly abrégé)
f. διπλασιάσω;
1 doubler, acc.;
2 rapporter le double;
3 t. de gramm. redoubler.
Étymologie: διπλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
διπλᾰσιάζω:
1 удваивать (τὸν ἔμπροσθεν χρόνον Plat.; τὴν παρασκευήν Plut.; ἀριθμὸς διπλασιαζόμενος Arst.): ἡ ὁλκὰς ἐδιπλασίασεν Lys. судно принесло сто процентов прибыли;
2 быть двойным, вдвое большим (καρπὸς διπλασιάζων τῶν ἐν ταῖς ἄλλαις χώραις φυομένων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιάζω: μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. διπλάζω. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος τὸν ὄγκον ἢ τὸ μέγεθος, τινὸς Διόδ. 4. 84.
Greek Monolingual
(AM διπλασιάζω) διπλάσιος
1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό
2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ»)
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μετρική φράση
2. παίρνω διπλάσια αξία, διπλάσιο μέγεθος
3. γραμμ. αναδιπλασιάζω, σχηματίζω με αναδιπλασιασμό τους συντελικούς χρόνους
4. (για καρπούς) γίνομαι διπλάσιος σε μέγεθος σε σχέση με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
διπλᾰσιάζω: μέλ. -άσω, κάνω κάτι διπλάσιο, σε Ξεν.
Middle Liddell
German (Pape)
verdoppeln; Andoc. 4.11; Plat. Legg. XI.920a und Sp.; das Doppelte einbringen, von einem Schiffe, Lys. 32.25. – Intr., doppelt so groß sein, als, τινός, DS. 4.84.