περισῴζω

Revision as of 20:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

English (LSJ)

save alive (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X. HG 2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib. 6.5.47; — Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr. 1.30; — Pass., escape with one's life, of a prisoner, X. HG 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. Rh. 1.28 S.; αἰσχρῶς App. Sam. 4.7; ἐκ μάχης DC. 46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist. Metaph. 1074b13.

French (Bailly abrégé)

sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;
Moy. περισῴζομαι sauver sa vie en s'échappant.
Étymologie: περί, σῴζω.

Russian (Dvoretsky)

περισῴζω: спасать, избавлять от гибели (τινά, στράτευμα περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν Arst. сохраниться до настоящего времени.

Greek (Liddell-Scott)

περισῴζω: διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), διασῴζω ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν αὐτόθι 6. 5, 47· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, ἀπομένω, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.

Greek Monotonic

περισῴζω: μέλ. -σω, διατηρώ ζωντανό, σώζω από θάνατο ή καταστροφή, σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.

German (Pape)

(σῴζω), erhalten, erretten (eigtl. σῴζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2.3.25, 4.8.21 und Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V.H. 15.46.