ἀνεπίκλητος
English (LSJ)
ον, A free from blame, unimpeachable, X.Cyr. 2.1.22; πίστις J.AJ18.9.4: Comp. -ότερος X.Ages.1.5. Adv. -τως D.C.39.22. II without preferring any charge. Adv. -τως Th.1.92.
Spanish (DGE)
-ον
I sin tacha de pers., X.Cyr.2.1.22, ἀνεπικλητότερον ... Ἀγησίλαον X.Ages.1.5
•de abstr. inquebrantable πίστις I.AI 18.337
•limpio ὑφάσματα POxy.1428.9 (IV d.C.).
II adv. -ως
1 irreprochablemente ἀ. πάντα ἀπέδειξεν D.C.39.22.4.
2 sin presentar una denuncia πρέσβεις ... ἀπῆλθον ἐπ' οἴκου ἀνεπικλήτως Th.1.92.
German (Pape)
[Seite 224] untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v.l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίκλητος: безукоризненный, безупречный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίκλητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, μὴ κατηγορούμενος, ἀνεπίληπτος, ἄμεμπτος, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22: - Συγκρ. -ότερος ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1, 5: - Ἐπίρρ. ἀνεπικλήτως = ἀνεγκλήτως, Θουκ. 1. 92, Δίων Κ. 39. 22.
Greek Monolingual
(Α ἀνεπίκλητος, -ον)
αρχ.
μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος
νεοελλ.
ακάλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ. ανεπίκλητος χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική σημασια
«ακάλεστος» (ανεπίκλητος δαιτυμών) και μαρτυρείται από το 1866 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].
Greek Monotonic
ἀνεπίκλητος: -ον (ἐπικαλέω),
I. μη κατηγορούμενος, άψογος, άμεμπτος, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν επιφέρει, επισύρει καμία κατηγορία· επίρρ. -τως, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπικαλέω
I. unaccused, unblamed, Xen.
II. without preferring any charge:— adv. -τως, Thuc.