εὔκαρπος

Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, A fruitful, of women, h.Hom.30.5; of trees, corn, land, Pi.P.1.30, N.1.14, Pae.2.26, etc.; of sheep, Palaeph.18; φυτά, ζῷα, Ocell.4.9; [χώρη] -οτάτη Hp.Aër.12; εὔ. θέρος S.Aj.671: metaph., -οτάτη ἀρετή Ph.1.647. II Act., fruitful, fertilizing, ἀήρ Thphr.CP2.3.3; epithet of Aphrodite, S.Fr.847; of Dionysus, AP6.31; of Demeter, ib.7.394 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1073] reich an Früchten, fruchtbar, H. h. 30, 5; γαῖα, χθών, Pind. P. 1, 30 N. 1, 14; θέρος Soph. Ai. 656; στάχυς Eur. Bacch. 750; neben πάμφορος Plat. Ctitia. 110 e; bes. sp. D., φυλλάς Agath. 25 (V, 292). – Akt., fruchtbar machend, Frucht gebend, Δημήτηρ, Διόνυσος, Anth.; Aphrodite, Soph. bei Plut. amat. 13; ἀήρ, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fruits ou qui produit de bons fruits, fertile;
2 qui rend fertile, qui féconde.
Étymologie: εὖ, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

εὔκαρπος:
1 плодородный, изобилующий плодами (γαῖα, χθών Pind.; χώρη, θέρος Soph.; ἀγρός Plut.);
2 плодовитый (εὔπαις καὶ εὔ. HH);
3 оплодотворяющий (Ἀφροδίτη Soph.; Δημήτηρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαρπος: -ον, ἔχων ἄφθονον καρπόν, γόνιμος· ἐπὶ γυναικῶν, εὔπαιδές τε καὶ εὔκαρποι Ὁμ. Ὕμν. 30. 5· ἐπὶ δένδρων, σιτηρῶν, γῆς, Πινδ. Π. 1. 57, Ν. 1. 20· χώρη εὐκαρποτάτη Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· εὔκ. θέρος Σοφ. Αἴ. 671. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τι γόνιμον, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Παρὰ Πλουτ. 2. 756 Ε· τῆς Δήμητρος, κλ. Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394.

English (Slater)

εὔκαρπος, -ον fruitful εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri add.) fr. 215b. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο
3. ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρπός].

Greek Monotonic

εὔκαρπος: -ον, άφθονος σε καρπό, καρποφόρος, γόνιμος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· λέγεται για τη Δήμητρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-καρπος, ον
rich in fruit, fruitful, Hhymn., Soph.; of Demeter, Anth.

English (Woodhouse)

fertile, fruitful