плодовитый
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Russian > Greek
εὔτεκνος, ζῳοτόκος, πολύτεκνος, εὐώδιν, πολύγονος, φόριμος, μητρίδιος, καρποφόρος, εὔκαρπος, ἀρώσιμος, γόνιμος, γεννητικός, ἔκφορος, κουροτόκος, εὔφορος, πολυτόκος, πολυσπερής