οἰκτίρμων

Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, merciful, Gorg.Pal.32, Theoc.15.75,AP7.359, LXXEx. 34.6, al., Ev.Luc.6.36.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
compatissant, miséricordieux.
Étymologie: οἰκτίρω.

German (Pape)

ον, mitleidig, barmherzig; Theocr. 15.75; Ep.adesp. 632 (APP 225); auch NT.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτίρμων: 2, gen. ονος сострадательный, милосердный Theocr., NT, Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτίρμων: -ον, γεν. ονος, ἐλεήμων, πλήρης ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, Θεόκρ. 15. 75, Ἀνθ. Π. 7. 359, Καιν. Διαθ.

English (Strong)

from οἰκτείρω; compassionate: merciful, of tender mercy.

English (Thayer)

οἰκτιρμόν, genitive ὀικτιρμονος (ὀκτείρω), merciful: Theocritus, 15,75; Anth. 7,359, 1 (Epigr. Anth. Pal. Append. 223,5); the Sept. for רַחוּם.) ("In classic Greek only a poetic term for the more common ἐλεήμων." Schmidt iii., p. 580.)

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)
ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).
επίρρ...
οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)
με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύ-μων)].

Greek Monotonic

οἰκτίρμων: -ον, γεν. -ονος, ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος, σε Θεόκρ., Κ.Δ.

Chinese

原文音譯:o„kt⋯mwn 哀克提蒙
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:(有)憐憫(的)
字義溯源:慈悲的,憐憫的;源自(οἰκτείρω / οἰκτίρω)=發憐憫);而 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)出自(οἰκτίρμων)X*=憐憫)。參讀 (ἐλεήμων)同義字參讀 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)同源字
出現次數:總共(3);路(2);雅(1)
譯字彙編
1) 慈悲(2) 路6:36; 路6:36;
2) 慈悲的(1) 雅5:11