πρηνίζω
English (LSJ)
v. πρανίζω.
German (Pape)
[Seite 700] ίσω u. ίξω, att. πρανίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόσωπον ῥίπτω, wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).
French (Bailly abrégé)
laisser tomber la tête la première, précipiter ; fig. renverser, ruiner, détruire.
Étymologie: πρηνής.
Russian (Dvoretsky)
πρηνίζω: свергать вниз, обрушивать: ἅμα νηῒ πρηνιχθείς Anth. опрокинувшись вместе с судном.
Greek (Liddell-Scott)
πρηνίζω: μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, καταβάλλω, καταρρίπτω, κατεδαφίζω, ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «πίπτω ἐπὶ κεφαλῆς», «κατακέφαλα», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ πρόσωπον καί ἐπὶ στόμα πεσόντα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α πρηνής
νεοελλ.
βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τον πιστομίζω
μσν.-αρχ.
1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)
2. παθ. πρηνίζομαι
ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
πρηνίζω: καταρρίπτω, ρίχνω κάτω — Παθ., πέφτω κάτω, καταρρίπτομαι, πρηνιχθείς, σε Ανθ.
Middle Liddell
πρηνίζω, [from πρηνής
to throw headlong:—Pass. to fall headlong, πρηνιχθείς Anth.