βιώσιμος

Revision as of 22:15, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

ον, (βιόω) A to be lived, χρόνος E.Alc.650; αἱ β. ἡμέραι Lib. Decl.2.34; esp. οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι 'tis not meet for him to live, Hdt. 1.45; τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ β.; S.Ant.566; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Hdt.3.109. 2 likely to live, Thphr.HP9.12.1, Arr.An. 2.4.8.

Spanish (DGE)

(βιώσῐμος) -ον
I 1c. términos que expresan ‘tiempoque puede ser vivido, de vida c. el tiempo verbal en pasado o fut. χρόνος E.Alc.650, Vett.Val.143.30, ἡμέραι Lib.Decl.2.34, ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ ... ἡγησόμεθα πλῆθος βιωσίμων ἐτῶν Vett.Val.287.17.
2 suj. ζωή, βίος digno de ser vivido (βίος) σοφοῖς β. Gr.Naz.M.37.649, cf. Sch.Ar.Pl.197
neutr. c. o sin εἶναι ser posible vivir οὐδέ οἱ εἴη βιώσιμον Hdt.1.45, cf. 3.109, τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ βιώσιμον; S.Ant.566, χρησμοῦ τε μὴ κρανθέντος οὐ βιώσιμον E.Heracl.606, cf. Arr.An.6.11.1, 12.3, Sch.Ar.Pl.197.
3 de pers. que puede vivir o sobrevivir de enfermos, Hp.Vict.3.82, Men.Asp.450, Thphr.HP 9.12.1, Poll.8.79, Arr.An.2.4.8, Ael.Fr.42
del feto, el embrión viable Hp.Superf.11, Poll.2.6
de otros seres vivos lleno de vida, vigoroso τεθνηκότα τίκτουσιν ἢ ζῶντα πονηρὰ καὶ οὐ βιώσιμα Hp.Superf.17, ἔμπεδα καὶ βιώσιμα Them.Or.15.189b.
II adv. -ως en forma vital o vigorosa β. ἔχοντα Gr.Naz.Ep.120.3.

German (Pape)

[Seite 446] ον, lebenswerth, zu leben, τίγὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ βιώσιμον; was soll ich ohne sie leben? was habe ich für Freude am Leben? Soph. Ant. 362; οὐ βιώσιμον Eur. Herc. far. 606; χρόνος Alc. 653; οὐ β. οἱ εἶναι Her. 1, 45; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα τοῖς ἀνθρώποις 3, 109; Sp., wie Arr. An. 2, 4, 11 u. öfter; οὐκ οἶδ' εἰ βιώσιμός ἐστιν. von einem schwer Kranken, Poll. 8, 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à vivre : βιώσιμος χρόνος EUR temps qu'on a à vivre;
2 qui rend la vie supportable : οὐ βιώσιμόν (ou βιώσιμά) ἐστι HDT il ne m'est pas possible de vivre.
Étymologie: βιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιώσιμος -ον βιόω
1. levens-:. β. χρόνος tijd van leven Eur. Alc. 650.
2. leefbaar:. τί... μοι τῆσδ’ ἄτερ βιώσιμον; hoe valt er voor mij zonder haar te leven? (wat is er leefbaar...) Soph. Ant. 566.

Russian (Dvoretsky)

βιώσῐμος: стоящий или могущий быть прожитым: τί γάρ μοι τῆσδ᾽ ἄτερ βιώσιμον; Soph. как могу я жить без нее?; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Her. существование людей было бы невозможно; ὁ λοιπὸς β. χρόνος Eur. остаток жизни.

Middle Liddell

βιόω
to be lived, worth living, Eur.; οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι 'tis not meet for him to live, Hdt., Soph.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βιώσιμος, -ον)
αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει
αρχ.
1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει
2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω- του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ). Ο τ. σχηματίστηκε κατά το πρότυπο του θανάσιμος (< θάνατος)].

Greek Monotonic

βιώσιμος: -ον (βιόω), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, αυτό που δεν είναι καλό κάποιος να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βιώσιμος: -ον, (βιόω) ὡς τὸ βιωτός, ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ τις ἐν τῇ ζωῇ, χρόνος Εὐρ. Ἀλκ. 650· ἰδίως, οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, δὲν εἶναι καλὸν αὐτὸς νὰ ζῇ, Ἡρόδ. 1. 45· τὶ γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ β., Σοφ. Ἀντ. 566· οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποις Ἡρόδ. 3. 109. 2) περὶ οὗ ὑπάρχουσι πιθανότητες ὅτι θὰ ζήσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1, Ἀρρ. Ἀναβ. 2. 4.

English (Woodhouse)

worth living