μιαρόγλωσσος

Revision as of 14:07, 4 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

μιᾰρόγλωσσος: с мерзостным языком, сквернословящий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.

Greek Monolingual

μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Greek Monotonic

μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μιᾰρό-γλωσσος, ον γλῶσσα
foul-tongued, Anth.

Translations

foul-mouthed

Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt