ἀναχώννυμι
English (LSJ)
heap up into a mound, κόνιν AP7.537 (Phan.):—in Pass., v.l.Th.2.102 (for ἂν κεχῶσθαι); ἀναχώννυμι ὁδόν = raise a road by throwing down rubbish, D.55.28, cf. PPetr.2p.43 (Pass., iii B.C.), 3p.111; τάφους Luc.Tox.43.
Spanish (DGE)
1 amontonar κόνιν AP 7.537 (Phan.).
2 terraplenar, acumular tierra para levantar ὁδόν D.55.28, δύο τάφους Luc.Tox.43, cf. PPetr.2.13.18a.13 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 215] (s. χώννυμι), aufschütten, aufdämmen, ὁδόν, einen Weg erhöhen, Dem. 55, 28; τάφους Luc. Tox. 43; κόνιν Phani. 8 (VII, 537).
French (Bailly abrégé)
relever par un terrassement.
Étymologie: ἀνά, χώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχώννῡμι:
1 насыпать (τάφους Luc.; κόνιν Anth.);
2 поднимать посредством насыпи (ὁδόν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχώννυμι: μέλλ. -χώσω, ἐπισωρεύω χῶμα καὶ σχηματίζω λόφον, θάπτω, καλύπτω διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.
Greek Monolingual
ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ (-όω) (Α)
(νεοελλ. και αναχώνω)
μσν.
1. (για τάφο) ανοίγω
2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω
αρχ.
1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο
2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα
3. θάβω νεκρό.
Greek Monotonic
ἀναχώννῡμι: μέλ. -χώσω, συσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο, σε Ανθ.