ἐξορθόω

Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c. 2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.

German (Pape)

[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορθόω:
1 поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);
2 исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.

Greek Monotonic

ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to set upright: metaph. to set right, secure, restore, Soph.: Pass., Eur.