ἄμομφος

Revision as of 10:13, 17 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: άμεμπτος; Hungarian: feddhetetlen" to "Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, [[ἀμ...)

English (LSJ)

ον, (< μομφή) blameless, A. Eu. 475; πρὸς ὑμῶν ib. 678.
II.Act., having nothing to complain of, cj. Robortellus for ἄμορφος, ib. 413.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreprochable πόλει A.Eu.482a, πρὸς ὑμῶν A.Eu.678, cf. tb. ἄμομφος· ἄπταιστος Hsch.α 3766.
2 que no tiene motivo de queja λέγειν δ' ἄμομφον ὄντα τοὺς πέλας κακῶς injuriar a los demás sin motivo de queja A.Eu.413.

German (Pape)

[Seite 127] (μομφή), tadellos, Aesch. Eum. 453. 648; aber 391, der nichts zu tadeln hat.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans reproche;
2 qui ne fait pas de reproche.
Étymologie: , μομφή.

Russian (Dvoretsky)

ἄμομφος:
1 не заслуживающий порицания, безупречный Aesch.;
2 которому не в чем упрекать Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμομφος: -ον, (μομφή) ἄμεμπτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 475· πρὸς ὑμῶν αὐτόθι 678. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων τι δι’ ὃ νὰ παραπονεθῇ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ροβορτέλλου ἀντὶ ἄμορφος αὐτόθι 413.

Greek Monolingual

ἄμομφος, -ον (Α) μομφή
1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος
2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει.

Greek Monotonic

ἄμομφος: -ον (μομφή), αψεγάδιαστος, άμωμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μομφή
blameless, Aesch.

Translations

blameless

Bulgarian: безупречен, невинен; Finnish: nuhteeton, syytön; Galician: inocente; Hindi: निर्दोष; Hungarian: feddhetetlen; Japanese: 非の打ち所が無い; Latin: innocens; Middle English: blameles; Norwegian Bokmål: uklanderlig; Norwegian: daddelfri; Romanian: inocent, neprihănit, nevinovat; Russian: безупречный; Sanskrit: निर्दोष; Urdu: نردوش

irreproachable

Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный