πηγεσίμαλλος
English (LSJ)
[ῐ], ον, thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197; cf. πηγός.
German (Pape)
[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύμαλλος].
Greek Monotonic
πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.