ἀρνειός
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
English (LSJ)
ὁ,
A ram, wether (= τριετὴς κριός, Hsch.), Il.2.550, al., Ister 53; ἀ. ὄϊς, opp. θῆλυς, Od.10.572,al.; but later, θῆλυς ἀ. A.R. 3.1033.
2 the constellation Aries, Max.72. (Orig. ἀρνηός, cf. ἀρνηάς and Att. ἀρνεώς. Deriv. of ἄρσην, as ἀρσν-ηϝ-ό-ς, cf. ἀρνευ-τήρ. No initial ϝ-.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): át. ἀρνεώς S.Fr.723a, E.(?)Fr.Phot.35, Sch.Il.3.273; ἄρνεως IG 22.1357.5 (IV a.C.)
• Morfología: [gen. ép. -οῖο Max.Epit.72, Q.S.5.439, Nonn.D.10.100]
I subst.
1 morueco, carnero frec. en rel. c. ταῦρος y τράγος para el sacrificio Il.2.550, 3.197, Od.1.25, 9.239, cf. Sch.Il.l.c., IG l.c., ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν A.R.3.1208, Q.S.l.c., op. ἀρήν y ἀμνός Ister.23, cf. Ammon.Diff.77, ὁ τριετὴς κριός Hsch.
•particular. del carnero como símbolo de Amón, Nonn.D.13.372
•ref. al carnero de vellón de oro ἅρπαγος ἀρνειοῖο ... Φρίξον Nonn.D.10.100, cf. S.l.c.
2 borrego, cordero ἀρνειῶν ἐρίφων τε Opp.C.3.267, ἀ. νεογιλός Opp.C.4.89, γαλαθηνὸς ἀ. cordero lechal Eust.Op.353.71.
3 como n. pr. Aries la constelación κλυτοῦ Ἀρνειοῖο Max.l.c.
4 ἀ. θῆλυς oveja A.R.3.1033.
II adj. ὄϊς ἀρνειός carnero sacrificado junto c. la oveja en un mismo ritual ἔνθ' ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν Od.10.527, cf. 572.
• Etimología: Prob. rel. ἄρσην ‘macho’. La ref. c. ἀρήν, q.u., es dud. por la falta de Ϝ- inicial.
German (Pape)
[Seite 356] ὁ, Schafbock, Widder; substantivirt aus dem vor., der Accent geändert wegen der Modification der Bed.; Hom. Iliad. 2, 550. 3, 197 Od. 1, 25. 9, 239. 432. 444. 463. 550. 10, 527. 572. 11, 131. 23, 278. – Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
de la nature de l'agneau ; ἀρνειὸς ὄϊς, ou subst. ὁ ἀρνειός bélier.
Étymologie: ἀρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρνειός: ὁ (тж. ἀ. ὄϊς) баран Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνειός: ὁ, «ὁ τριετὴς κριὸς» καθ’ Ἡσύχιον, ― καὶ ὁ Ἀμμώνιος λέγει: «ἄρνες καὶ ἀρνειοὶ διαφέρουσιν· ἄρνες μὲν γὰρ λέγονται οἱ νεογνοί· ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον (Ἰλ. Π. 352)· ἀρνειοὶ δὲ οἱ προήκοντες τῇ ἡλικία· ἀρνειῷ μιν ἐγώ γε ἐΐσκῳ πηγεσιμάλλῳ, ὃς τ’ ὀΐων μέγα πῶϋ διέρχεται ἀργεννάων (Ἰλ. Γ. 197).» ― μετὰ τοῦ ὄϊς, ὡς τὸ ἵρηξ κίρκος, κτλ., ἀρνειὸν κατέδησεν ὄϊν Ὀδ. Κ. 572, κτλ.· ὡσαύτως θῆλυν ἀρνειὸν Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 1033.
English (Autenrieth)
ram; with ὄις, Od. 10.527, 572.
Greek Monolingual
ἄρνειος, -α, -ον (Α) αρήν
ο αρνίσιος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί.
ἀρνειός και ἀρνηός, ο (Α)
1. το κριάρι
2. ως επίθ. «ὄιν ἀρνειόν» — αρσενικό πρόβατο
3. ο αστερισμός του Κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνειός < αρσνειός (πρβλ. πτέρνα, γοτθ. fairzna) < αρσνηFός (πρβλ. άρσην). Η σύνδεση με τον τ. Fαρήν είναι σημασιολογικά μη ικανοποιητική και μορφολογικά αδύνατη λόγω της απουσίας του αρχικού F στον τ. αρνειός. Προφανώς ο αρχικός τ. ήταν αρνηός, όπως αποδεικνύεται από τον αττικό τ. αρνεώς (με αντιμεταχώρηση) και το παράγωγο αρνηάδες. Η λ. αρνειός απαντά στον αρχαίο ποιητικό λόγο για να δηλώσει «το κριάρι», και μάλιστα «το αρσενικό τριετές κριάρι», σε αντιδιαστολή με τη λ. κριός, η οποία χρησιμοποιείται στον πεζό λόγο και σημαίνει «το θηλυκό κριάρι»].
Greek Monotonic
ἀρνειός: ὁ (ἀρνός), νεαρό κριάρι ή κριάρι που έχει ωριμάσει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀρνειὸς ὄϊς, όπως ἵρηξ κίρκος, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ram (Il.). Cf. ἀρνειός· ὁ τριετης κριός H. Also Pausanias 159 Erbse who cites Istros ἄρνα, εἶτα ἀμνόν, εἶτα ἀρνειόν, εἶτα λιπογνώμονα.
Other forms: for ἀρνηός s. below
Dialectal forms: Att. ἀρνεώς m.
Derivatives: Fem. pl. ἀρνηάδες, -άδων (Aeol., Del.3 644, 15).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Att. ἀρνεώς shows that the form must have been *ἀρνηός, which is confirmed by ἀρνηάδες (Wackernagel Akzent 32); the form with ε in Homer had to be read long. The old connection with (Ϝ)ἀρήν was rejected by Meillet IF 5, 328f., because of the meaning and because the word had no digamma. He explained it as *ἀρσν-ηϜός, to ἄρσην, as the male animal, cf. ὄιν ἀρνειόν as opposed to θῆλυν κ 572. Rater from a verb *ἀρνευω, which is confirmed by ἀρνευτήρ (s.v.); s. Bechtel Lex. As the glosses indicate, it was a designation for a certain age (Benveniste BSL 45, 103).
Middle Liddell
ἀρνός
a young ram or wether, just full grown, Il.; ἀρνειὸς ὄϊς joined, like ἵρηξ κίρκος, Od.
Frisk Etymology German
ἀρνειός: {arneiós}
Forms: richtiger ἀρνηός (s. unten), att. ἀρνεώς
Grammar: m.
Meaning: Schafbock, Widder (seit Il.).
Derivative: Att. ἀρνεώς läßt auf ein ursprüngliches ionisches ἀρνηός schließen, das in der Homerüberlieferung von ἀρνειός verdrängt wäre (Wackernagel Akzent 32). — Fem. pl. ἀρνηάδες, -άδων (äol., Del.3 644, 15); dazu ἀρνηΐς, -ΐδος f. Name eines Festes in Argos (Ael.). Hierher auch Ἀρνιάδας (Kerk., Thumb IF 9, 302).
Etymology: Seit alters zu (ϝ)ἀρήν gezogen, wobei die digammalose Form mit Meister HK 200 als ein Element der lebenden Sprache der Dichter gegenüber dem traditionellen ϝαρήν zu erklären ist. Sowohl wegen des fehlenden Digamma wie wegen der Bedeutung hat aber Meillet IF 5, 328f., wahrscheinlich richtig, ἀρνειός aus *ἀρσνειός (d. h. *ἀρσνηϝός), zu ἄρσην, als das männliche Tier erklärt, vgl. ὄϊν ἀρνειόν im Gegensatz zu θῆλυν κ 572. Näheres über die Wortbildung Bechtel Lex.; zur Bedeutung Benveniste BSL 45, 103. S. auch ἀρνευτήρ.
Page 1,145