διακόσμησις

Revision as of 05:13, 10 June 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(hyperdor. διακόσμ-ᾱσις Ocell.1.8), εως, ἡ, A setting in order, regulation, ἡ περί τι δ. Pl.Smp.209a; τῶν νόμων Id.Lg.853a; θρίαμβου Plb.2.31.6, cf. Phld.Oec.p.35J., Corn.ND17, al.; τοῦ πόλου OGI56.46 (iii B.C.). 2 the orderly arrangement of the Univcrse, especially in the Pythagorean system, Arist.Metaph.986a6, Plu.Per.4, D.S.12.20, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6, etc. 3 Stoic t. t., of the new order after ἐκπύρωσις, Zeno Stoic.1.28, etc. 4 order, class of beings, Procl.Inst.144, Dam.Pr.301, al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): hiperdor. διακόσμασις Aesar.49
I fil. y deriv.
1 disposición, ordenación cosmológica, Heraclit.B 65, Corn.ND 17 bis
entre los estoicos reordenación, nuevo orden tras la ἐκπύρωσις Zeno Stoic.1.28, Ph.2.489, Plu.2.389c
en aspectos concr. c. εἰς y ac. εἰς πνεύματα ... τροπῆς αὐτοῦ καὶ διακοσμήσεως Plu.2.389a, δ. εἰς ἦθος cambio de carácter Plu.2.563e, abs. Pl.Ti.24c, Plu.2.620a.
2 ordenación, regulación, organización, disposición c. gen. τῶν νόμων Pl.Lg.853a, τοῦ σώματος Arist.GA 740a8, τοῦ πόλου del eje del universo, OGI 56.46 (III a.C.), D.C.45.1.4, τῶν ... ἄστρων D.S.1.1, τούτων (τῶν οὐρανίων) I.AI 1.69, τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς Plu.2.444d, τᾶς ψυχᾶς Aesar.l.c., τῶν αἰσθητῶν Simp.in Cael.558.8, λέγεται ... κόσμος ἡ τῶν ὅλων τάξις τε καὶ δ. Arist.Mu.391b11, τῶν συμπάντων Ach.Tat.Intr.Arat.5
c. prep. περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων Pl.Smp.209a, περὶ τὴν γῆν Papias 4, περὶ δεῖπνα Plu.Comp.Lyc.Num.4, ὑπὸ τὸν οἰκονομικόν Phld.Oec.11.1, abs., D.S.2.30, D.Chr.30.30, Luc.Icar.5, Hippol.Haer.7.29.22, Ath.Al.Gent.38, Simp.in Ph.157.5, esp. entre los pitagóricos, Arist.Metaph.986a5, D.S.12.20, Plu.Per.4, Ocell.10, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6
en aspectos concr. organización de un ejército, D.S.17.87, D.H.4.18, Plu.Eum.15.
3 exposición ordenada ἀληθείας Tat.Orat.27.
II orden, clase, categoría de los seres, Procl.Inst.144, Dam.in Prm.301
coro de los ángeles, Gr.Nyss.Hom.in Cant.182.11.
III adorno, ornamentación, gala τὰ ἐπιτήδεια πρὸς διακόσμησιν lo necesario para la decoración LXX 2Ma.2.29, τοῦ θριάμβου Plb.2.31.6.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 ordonnance, arrangement;
2 abs. ordonnance de l'univers.
Étymologie: διακοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακόσμησις -εως, ἡ [διακοσμέω] ordening, inrichting:. διακοσμήσεως ἀρχήν het principe van kosmische ordening Plut. Per. 4.6.

Russian (Dvoretsky)

διακόσμησις: εως ἡ
1 приведение в порядок, упорядочение, устроение (πόλεων καὶ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.): διακοσμήσεις περί τι Plut. меры по приведению в порядок чего-л.;
2 порядок, благоустройство (ἡ τῶν ὅλων τάξις καὶ δ. Arst.).

Greek Monotonic

διακόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διαρρύθμιση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακόσμησις: -εως, ἡ, ἡ τακτοποίησις, κατάταξις, διαρρύθμισις, οἰκήσεων Πλάτ. Συμπ. 209Α· τῶν νόμων ὁ αὐτ. Νόμ. 853Α· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει ὡς φιλοσοφ. ὅρος παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις καὶ ἄλλοις περὶ τῆς ἐρρύθμου καὶ ἁρμονικῆς διατάξεως τοῦ σύμπαντος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 13, Πλούτ. Περικλ. 4, Διόδ. 12, 20· πρβλ. ὡσαύτως χρησμοσύνη.

Middle Liddell

διακόσμησις, εως [from διακοσμέω
a setting in order, regulating, Plat.

English (Woodhouse)

setting in order