Ἀδρίας

Revision as of 09:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, Ion. Ἀδρίης, εω, ὁ,
A the Adriatic, Hdt.5.9, etc.:—Adj. Ἀδριανός, ή, όν, A.Fr.71, also Ἀδριηνός, κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς E.Hipp.736 (lyr.): later, Ἀδριακός, νέκταρ, of Italian wine, called Adriatic because imported through Corcyra, AP6.257 (Antiphil.): Ἀδριανικός,
A ἀλεκτορίδες Arist.GA749b29: Ἀδριατικός, ὄρνιθες Chrysipp. Tyan. ap. Ath.7.285d:—also fem. Ἀδριάς, άδος
A, ἅλμη D.P.92.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. Ἀδρίης
I mit. Adrias hijo del mesapio Pausón, epón. del mar Adriático, Eudox. en Et.Gen.α 86.
II geog.
1 el mar Adriático Hdt.1.163, 4.33, 5.9, Lys.32.25, Plb.3.47.4, Call.Fr.407.169, Str.1.2.10, Laterc.Alex.11.7.
2 río del norte de Italia, quizá el actual Tartaro, que desemboca junto a la ciudad de Adria, del que se afirma que da nombre al mar Adriático, Hecat.90, Theopomp.Hist.129.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
la mer Adriatique.

Russian (Dvoretsky)

Ἀδρίᾱς: ион. Ἀδρίης, ου ὁ Адриатическое море Her. Lys., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀδρίας: -ου, Ἰων. Ἀδρίης, εω, ὁ, ὁ Ἀδριατικός· Ἡρόδ. 5. 9. κτλ. ― Ἐπίθ. Ἀδριανός, ή, όν, (πρβλ. ἀλεκτορίς)· ― ἀλλὰ παρὰ τοῖς παλαιοτέρ. Ἀττικ.: Ἀδριηνός, ὁ Ἀδριατικός· κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 736 (λυρ.)· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 67, ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ Ἀδριηναί τε γυναῖκες: ― ὡσαύτως Ἀδριανικός, ή, όν· ἄλλη γραφ. ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 1, 3, καὶ ἀλλ.· Ἀδριᾱτικός, Ἀθήν. 285D· ― Ἀδριᾰκὸς ἀμφιφορεύς, ὅ ἐ. ἀγγεῖον πλῆρες Ἰταλικοῦ οἶνου, ἔχον τοῦτο τὸ ὄνομα, ὡς κομιζόμενον διὰ Κερκύρας, Ἀνθ. Π. 6. 257· Ἀριστ. Θαυμ. 104, Ἡσύχ. ― ἰδιόρρυθμον θηλ. Ἀδριάς, άδος, Διον. Π. 92.

English (Strong)

from Adria (a place near its shore); the Adriatic sea (including the Ionian): Adria.

English (Thayer)

(WH Ἁδρ.), ὁ, Adrias, the Adriatic Sea, i. e., in a wide sense, the sea between Greece and Italy: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Adria; Dict. of Greek and Rom. Geog. under the word Adriaticum Mare).

Greek Monotonic

Ἀδρίας: -ου, Ιων. -ίης, -εω, , ο Αδριατικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Ἀδριᾱνός, αρχ. Αττ. Ἀδριηνός, , -όν, ο Αδριατικός, σε Ευρ.· επίσης, Ἀδριᾰκὸς ἀμφιφορεύς, δηλ. αγγείο γεμάτο από ιταλικό κρασί, σε Ανθ.

Middle Liddell

the Adriatic, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:'Adr⋯aj 阿得利阿士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:亞底亞
字義溯源:亞底亞海;在意大利之南,意為:無樹木
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 亞底亞海(1) 徒27:27