δύστροπος

Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δύστροπον, (τρόπος)
A ill-conditioned, surly, peevish, δύστροπος γυναικῶν ἁρμονία = women's perverse temperament E.Hipp.161; δύσκολος καὶ δύστροπος D.6.30, Ph.1.621; δύστροπαι καὶ σκυθρωπαὶ φύσεις Plu.2.361b. Adv. δυστρόπως, λογιστεύειν Philostr.VS1.19.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. de mal carácter, arisco, intratable τᾷ δυστρόπῳ γυναικῶν ἁρμονίᾳ ... συνοικεῖν cohabitar con la intratable condición de las mujeres E.Hipp.161, ὅτεῳ μὴ διαμένουσιν ἐπὶ πολλὸν οἱ πειραθέντες φίλοι, δ. Democr.B 100, ἐγὼ ... δ. καὶ δύσκολός εἰμι D.6.30, cf. Plu.Comp.Dem.Cic.1, Philostr.VS 508, δεσπότης Ph.1.621, πρεσβύτης Aesop.107, ἀηδὴς καὶ δ. Philostr.VS 541, cf. Gr.Naz.Ep.246.2
subst. τὸ φύσει δύσκολον καὶ δ. Ph.2.258, τὸ ἐν αὐτῷ δ. Philostr.VS 581, τὸ δ. τοῦ προσώπου Philostr.VA 7.28.
2 de pers. maligno, malvado φύσεις ... δύστροποι δὲ καὶ σκυθρωπαί Xenocrates 229, ἀλάστορες Plu.2.417d, δ. καὶ λυπηρά Vett.Val.376.14, τις ... δ., σκολιός Pall.V.Chrys.16.131, μύστης Chr.Pat.140, ἡ μητρυιά Sopat.Rh.Tract.29.11.
3 de abstr. difícil de tratar subst. τὸ δ. τῶν τοιούτων ὑποθέσεων Philostr.VS 542.
4 de la enfermedad de mala índole, maligna λοιμώδης καὶ δ. ἀρρωστία Gr.Nyss.Eun.3.3.29, cf. Ep.13.1, Alex.Trall.1.553, ἡ χρονία καὶ δ. διάθεσις Alex.Trall.1.499.
II adv. -ως
1 de mala manera ὅσα ... δ. ἐχόμενα PMasp.295.1.11 (biz.), cf. Poll.3.132.
2 malévola, maliciosamente λογιστεύειν Philostr.VS 512, σεσιγήκασιν Cyr.Al.Luc.1.212.5.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu wenden, unbiegsam, starrsinnig; Eur. Hipp. 163; καὶ δύσκολος Dem. 6, 30 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un caractère difficile, intraitable.
Étymologie: δυσ-, τρόπος.

Russian (Dvoretsky)

δύστροπος: своенравный, упрямый Eur., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δύστροπος: -ον, δυσκόλως τρεπόμενος, δύσκολος, κακότροπος, δ. γυναικῶν ἁρμονία Εὐρ. Ἱππ. 161· δύσκολος καὶ δ. Δημ. 73. 4. ― Ἐπίρρ. -πως, Φιλόστρ. 512.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύστροπος, -ον)
ιδιότροπος, κακότροπος, στρυφνός
νεοελλ.
απρόθυμος
μσν.
κακός, άσχημος.

Greek Monotonic

δύστροπος: -ον (τρέπω), δύσκολος ως προς την περιστροφή, ανάποδος, δύσκολος, κακότροπος, ιδιόρρυθμος, σε Ευρ., Δημ.

Middle Liddell

δύσ-τροπος, ον τρέπω
hard to turn, intractable, Eur., Dem.

English (Woodhouse)

bad-tempered, morose, obstinate