στραγγαλισμός
English (LSJ)
ὁ,= strangulatus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στραγγαλίζω
η θανάτωση με περίσφιγξη του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη του περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίηση («στραγγαλισμός της αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίαση («στραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.