σύνθεμα
English (LSJ)
-ατος, τό, later Gr. for σύνθημα, Hedyl. ap. Ath.11.497d (where both forms occur), PLips.33 ii 26 (iv A.D.).
2 compound word, Eust.340.35.
3 sum, Dioph.1.27, al.
4 collection, LXX Ec.12.11.
5 ointment made of several ingredients, mixture, PMag.Berol.1.256, al.; medicinal mixture, Hippiatr.22; chemical compound, Ps.-Democr.Alch.p.55 B.
6 whole of parts, Apollod. Poliorc.180.9, al.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, poet. statt σύνθημα, Lob. Phryn. 249.
Russian (Dvoretsky)
σύνθεμα: ατος τό Anth. = σύνθημα.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθεμα: τό, ποιητ. ἀντὶ σύνθημα, Ἀνθ. Π. παράρτημα 30 (ἔνθα ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) σύνθετος λέξις, Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) συνέλευσις, συνάθροισις, Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11).
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συντίθημι
νεοελλ.
αυτό που προέρχεται από σύνθεση, που τα τμήματά του είναι συντεθειμένα
μσν.-αρχ.
καθετί το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, σύνθημα
αρχ.
1. σύνθετη λέξη
2. ποσό, κεφάλαιο
3. συνέλευση, συνάθροιση
4. ιατρ. α) αλοιφή που παρασκευαζόταν από διάφορα συστατικά
β) ιατρικό μίγμα
5. χημική ένωση
6. το σύνολο τών διαφόρων τμημάτων, το όλον.
Léxico de magia
τό mixtura para ungirse χρῖσόν σου τὸ μέτωπον μόνον ἐκ τοῦ συνθέματος unge sólo tu frente con esta mixtura P I 256 πρὸς δὲ τὸ μνημονεύειν τὰ λεγόμενα χρῶ συνθέματι τούτῳ para recordar lo dicho, utiliza esta mixtura P II 17 σύνχριε δέ σε ὅλον τῷ συνθέματι τούτῳ· δαφνίδας, κύμινον Αἰθιοπικόν, στρύχνον úngete todo con la siguiente mixtura: semillas de laurel, comino etíope, adormidera P II 75