τέμαχος

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

εος, τό, (τεμᾰ-, root of τέμνω, τέτμημαι) slice of fish (τόμος being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), Hp.Aff.41, Ar.Eq.283, Pl.894, X.An.5.4.28, Alex.186.8, PCair.Zen.82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.Nu.339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for slices of meat, Luc.Gall.14, Philostr.VA1.21, 2.6; of fruit, Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in IPE12.76.15 (Olbia, cf. Supp.Epigr.3.587): metaph., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Aesch. ap. Ath.8.347e.

German (Pape)

[Seite 1090] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tranche de poisson salé;
2 tranche de salaison en gén., toute tranche d'aliment.
Étymologie: τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τέμᾰχος: εος τό
1 кусок, ломтик (δελφίνων τεμάχη Xen.);
2 соленая рыба (κρέας καὶ τ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τέμᾰχος: -εος, τό, (√ΤΕΜ, τέμνω) τεμάχιον τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως καθόλου, ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
τεμάχιο
νεοελλ.
φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
β) «αλλόχθονα τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό άθροισμα μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
αρχ.
1. (ιδίως) κομμάτι παστού ψαριού ή κρέατος
2. (και μτφ.) καρπός («τὰς αὑτοῦ τραγωδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέμνω.

Greek Monotonic

τέμᾰχος: -εος, τό (τέμνω), κομμάτι παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, κομμάτι κρέατος, σε Λουκ.

Middle Liddell

τέμᾰχος, ος, εος, τό, τέμνω
a slice of salt-fish, Ar., Xen., etc.: generally, a slice of meat, Luc.

Frisk Etymology German

τέμαχος: {témakhos}
See also: s. τέμνω.
Page 2,873