πεντετάλαντος

Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A worth or consisting of five talents, οὐσία D.27.62, etc.; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.Nu. 759,774.
II weighing five talents, βάρος Simp. in Ph. 1104.10 (v.l. πεντατάλαντος).

German (Pape)

[Seite 558] = πεντατάλαντος; δίκη, Ar. Nubb. 748. 764; οὐσία, Is. 7, 19; Dem. 27, 62, fünf Talente werth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cinq talents.
Étymologie: πέντε, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

πεντετάλαντος:
1 оцениваемый в пять талантов (οὐσία Dem.);
2 касающийся пяти талантов (δίκη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντετάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν πέντε ταλάντων ἢ συνιστάμενος ἐκ πέντε ταλάντων, οὐσία, χρήματα, Δημ. 329. 16. 833. 7, κτλ.· π. δίκη, δίκη πρὸς ἀνάκτησιν ἢ εἴσπραξιν ὀφειλομένων 5 ταλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 758, 774.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πεντατάλαντος, -ον, Α
αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα
2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα
3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» — δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη οφειλόμενου ποσού πέντε ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος)].

Greek Monotonic

πεντετάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει αξία ή αποτελείται από πέντε τάλαντα, σε Δημ.· πεντετάλαντος δίκη, δίκη για την επιστροφή πέντε ταλάντων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πεντε-τᾰ́λαντος, ον, τάλαντον
worth or consisting of five talents, Dem.; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.