πεντατάλαντος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
πεντατάλαντον, v. πεντετάλαντος.
German (Pape)
[Seite 557] fünf Talente schwer, auch πεντετάλαντος geschrieben, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cinq talents.
Étymologie: πέντε, τάλαντον.
Greek (Liddell-Scott)
πεντατάλαντος: -ον, ἴδε πεντετ-.
Greek Monolingual
-ον Α
βλ. πεντετάλαντος.