εὐαλδής

Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐαλδές, (ἀλδαίνω)
A well-grown, luxuriant, φῦκος, χιλός, AP9.325, IG14.1389 ii 24. Ion. Adv. εὐαλδέως Hp.Lex2.
II Act., fertilizing, Ἱππουκρήνη Arat.217, cf. Plu.2.664c: Comp. -έστερα [ὕδατα] ib. 912f.

German (Pape)

[Seite 1056] ές, 1) gut wachsend, gedeihend, Nic. Al. 543; πόντου φῦκος Ep. ad. 399 (IX, 325). – Adv. εὐαλδέως, Hippocr. – 21 gut nährend, befruchtend, Arat. 217; ἀστραπαῖα Plut. Symp. 4, 2, 1. S. auch εὐαλσής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourrissant, fécondant.
Étymologie: εὖ, ἀλδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐαλδής:
1 пышно растущий, разросшийся (πόντου φῦκος Anth.);
2 оплодотворяющий, питательный (τὰ ἀστραπαῖα τῶν ὑδάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐαλδής: -ές, (ἀλδαίνω) εὐαυξής, σπαργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 325, παράρτ. 50. 24. - Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. Λεξ. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστάνων τι γόνιμον, εὔφορον, Ἄρατ. 217, Πλούτ. 2. 664D· τρέφων Νικ. Ἀλεξιφ. 543· πρβλ. εὐαρδής.

Greek Monolingual

εὐαλδής, -ές (Α)
1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.).
επίρρ...
ευαλδέως
με εύκολη, γρήγορη αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αναλδής, νεαλδής].

Greek Monotonic

εὐαλδής: -ές (ἀλδαίνω), αυτός που αυξάνει εύκολα, καρποφόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-αλδής, ές ἀλδαίνω
well-grown, luxuriant, Anth.