πενθαλέος
English (LSJ)
α, ον,
A sad, mourning, ἐστόρεσαν παλάμαις π. AP7.604 (Paul. Sil.); π. τοκῆας Supp.Epigr.6.140.6 (Cotiaeum); μορφᾶς εἰκὼν π. IG3.1416.
2 mourned, θάνατος Supp.Epigr.6.140.22 (Cotiaeum).
German (Pape)
[Seite 554] traurig, trauernd, παλάμαι, Agath. 83 (VII, 604).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 triste;
2 qui cause de la tristesse.
Étymologie: πένθος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
πενθᾰλέος: -α, -ον, πένθιμος, ἐστόρεσαν παλάμαις π. Ἀνθ. Π. 7, 604· π. τοκῆας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 372. 30· - θηλ. πενθάς, άδος, Λαϊνέης Νιόβης .. πενθάδα πέτρην Νόνν. Δ. 14.271, κτλ. ΙΙ. προξενῶν πένθος, δόρυ Χρησμ. Σιβ. 12. 203.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος
2. αυτός που προξενεί πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσαλέος)].
Greek Monotonic
πενθᾰλέος: -α, -ον, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
πενθᾰλέος, η, ον,
sad, mourning, Anth.