κύνειος

Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, of, belonging to a dog, ἱμάς Ar.V.231; κ. θάνατος a dog's death, ib.898; τὰ κ. dog's flesh, Id.Eq.1399, S.E.P.3.225; κυνεία, ἡ, = κ. κόπρος, Archig. ap. Gal.12.954, Aët.15.15.

German (Pape)

[Seite 1531] p. = Folgdm, Ar. Vesp. 231; auch in später Prosa, wie S. Emp. pyrrh. 3, 225.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de chien.
Étymologie: κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύνειος -α -ον [κύων] van een hond, honden-:; ἱμὰς κύνειος hondenriem Aristoph. Ve. 231, θάνατος κύνειος hondendood Aristoph. Ve. 898; subst. τὰ κύνεια hondenvlees. Aristoph. Eq. 1399.

Russian (Dvoretsky)

κύνειος: (ῠ) собачий (ἱμάς, θάνατος Arph.; γάλα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κύνειος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, ἴδιος κυνός, «σκυλλίσιος», «σκυλλίτικος», ἱμὰς Ἀριστοφ. Σφ. 321· κ. θάνατος, ἐλεεινὸς θάνατος, αὐτόθι 898· τὰ κ., σάρκες κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1399.

Greek Monolingual

κύνειος, -εία, -ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, -άδος) κύων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος
αρχ.
1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινόςθάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία
η κοπριά σκύλου
β) ἡ κυνάς
i) είδος καρφιών
ii) (ενν. θρίξ)
κακής ποιότητας μαλλιά, σκυλότριχα
iii) απομαγδαλιά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κύνεια
σάρκες σκύλου
4. φρ. α) «κυνάδες ἡμέραι» — οι ζεστές μέρες, οι μέρες τών κυνικών καυμάτων, που, κατά τις αρχαίες δοξασίες, οφείλονται στην επίδραση του αστερισμού του Κυνός
β) «κυνὰς ἄκανθα» — η κυνάρα, κν. αγκινάρα.

Greek Monotonic

κύνειος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει, χαρακτηρίζει το σκύλο, σε Αριστοφ.· κ. θάνατος, θάνατος σκύλου, στον ίδ.· τὰ κύνεια (ενν. κρέα), σάρκα σκύλου, στον ίδ.

Middle Liddell

κῠ́νειος, η, ον
of, belonging to a dog, Ar.; κ. θάνατος a dog's death, Ar.; τὰ κύνεια (sub. κρέἀ dog's flesh, Ar.

English (Woodhouse)

of a dog