ἀπόλεκτος

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπόλεκτον, (ἀπολέγω)
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10.
II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.

Spanish (DGE)

-ον
1 escogido de soldados, Th.6.68, Aen.Tact.26.10, οἱ τῶν ... ἱππέων ἀπόλεκτοι lo escogido de la caballería Plb.6.31.2, βάλανοι X.An.2.3.15, cf. PSI 535.44, dud. en PSI 666.6 (III a.C.).
2 subst. τὸ ἀ. n. dado al atún de cierto tamaño, Xenocr.34, Plin.HN 32.150
pero apolectos, partes escogidas del atún Plin.HN 9.48.

German (Pape)

[Seite 311] auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi, distingué.
Étymologie: ἀπολέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλεκτος: избранный, отборный Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεκτος: -ον, (ἀπολέγω) ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.

Greek Monolingual

ἀπόλεκτος, -ον (Α) απολέγω
εκλεκτός, διαλεγμένος.

Greek Monotonic

ἀπόλεκτος: -ον (ἀπολέγω), διαλεχτός, επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἀπολέγω
chosen out, picked, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

chosen, singled out