θεοσοφία

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, knowledge of things divine, theosophy, PMag.Leid.W.6.17; ἡ ἄγαν θεοσοφία. Porph.Abst.4.9; Ἑλληνική θεοσοφία, Χαλδαϊκὴ θεοσοφία, Procl.Theol.Plat.5.35, Dam. Pr.350.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, = θεολογία, Dion. Ar.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσοφία: ἡ, γνῶσις τῶν θείων, θεία σοφία, Ἐκκλ.

Spanish

conocimiento de lo divino, sabiduría divina

Greek Monolingual

η (Α θεοσοφία) θεόσοφος
η γνώση τών θείων πραγμάτων, η θεία σοφία
νεοελλ.
(φιλοσ.)
1. φιλοσοφικοθρησκευτική δοξασία κατά την οποία ο άνθρωπος ως πνευματικό ον αποτελείται από την ίδια ουσία με τον θεό, με τον οποίο επιδιώκει να επικοινωνήσει
2. σύστημα θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας το οποίο προσπαθεί να συνενώσει όλες τις θρησκείες με την επιστήμη.

Léxico de magia

conocimiento de lo divino, sabiduría divina πλησθεὶς τῆς θεοσοφίας ἀνεύρετον ποίησον τὴν βίβλον cuando te hayas llenado de sabiduría divina, haz el libro ilocalizable P XIII 234