ἐπιτίμημα

Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A legal penalty, IG12.75, 11(2).199A65 (Delos, iii B.C.), etc.
2 censure, criticism, Arist.Po.1461b22 (pl.), Plu.2.1110e (pl.).

German (Pape)

[Seite 993] τό, das Vorgeworfene, Vorwurf, Beschuldigung, Arist. poet. 25; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
blâme, censure.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίμημα: ατος (τῑ) τό порицание, упрек Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίμημα: τό, τίμημα, ποινή, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 15. 2) ἐπιτίμησις, ἔλεγχος, ψόγος, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 32, Πλούτ. 2. 1110Ε.

Greek Monolingual

ἐπιτίμημα, τὸ (Α) επιτιμώ
1. ποινή, πρόστιμο
2. επιτίμηση, επίπληξη, μομφή («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ πέντε εἰδῶν φέρουσιν», Αριστοτ.).