κάμμορος
English (LSJ)
κάμμορον, Ep. for κατάμορος, subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)
German (Pape)
[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
κάμμορος: преследуемый злым роком, злополучный: περὶ πάντων κ. φωτῶν Hom. несчастнейший из всех людей.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
English (Autenrieth)
(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.
Greek Monolingual
κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].
Greek Monotonic
κάμμορος: -ον, Επικ. αντί κατάμορος, υποκείμενος στην μοίρα, έρμαιος αυτής, δηλ. κακόμοιρος, κακότυχος, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unhappy (Od., A. R.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - Aeolic for metrically unusable *κατά-μορος (through *κάτ-μορος), hypostasis from κατὰ μόρον or μόρου, who is subject to μόρος, fate. Beside it the older κάσμορος δύστηνος H., = *κάσσμορος < *κάτ-σμορος. Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 310.
Middle Liddell
κάμμορος, ον [epic for κατάμορος,]
subject to destiny, i. e. ill-fated, Od.
{{FriskDe
|ftr=κάμμορος: {kámmoros}
Meaning: unglücklich (Od., A. R.).
Etymology: Äolisch für das metrisch unbrauchbare *κατάμορος (über *κάτμορος), Hypostase aus κατὰ μόρον oder μόρου, [[der dem μόρος, dem Geschick unterworfen ist. Daneben das ältere κάσμορος· δύστηνος H., = *κάσσμορος aus *κάτσμορος. Bechtel Lex. s. v. mit älterer Lit., Schwyzer 310.
Page 1,773
}}