φίλερις

Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, fond of strife, disputatious, quarrelsome, Arist.SE171b26, Axionic.6.9, Phld. Piet.95, Muson.Fr. 16p.86H.

German (Pape)

[Seite 1276] ιδος, zankliebend, streitsüchtig; Arist. soph. el. 11; Axionic. bei Ath. VI, 240 a.

Russian (Dvoretsky)

φίλερις: ῐδος adj. любящий спорить, придирчивый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φίλερις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, ἐριστικός, φιλόνικος, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 11. 5· οἷον φίλερίς τίς ἐστι καὶ μάχεταί τὶ μοι Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 9, Μουσών. παρὰ Στοβ. 459. 49.

Greek Monolingual

-ι, ΝΑ
(λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσερις)].