πολύκτητος

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πολύκτητον, of large possessions, wealthy, δόμοι E.Andr.769 (lyr.), v.l. in Sch.S.El. 508.

German (Pape)

[Seite 665] viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυκτήμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύκτητος: очень богатый (δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκτητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κτήματα, πλούσιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 769.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιόκτητος].

Greek Monotonic

πολύκτητος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κτητος, ον,
of large possessions, wealthy, Eur.