προσαποκτείνω

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

kill besides, X.Cyr.5.3.6, Plu.Dio 58, Palaeph.31.

German (Pape)

[Seite 751] (s. κτείνω), noch dazu tödten; Xen. Cyr. 5, 3, 6; Plut. Dion. 58.

French (Bailly abrégé)

tuer encore ou en outre.
Étymologie: πρός, ἀποκτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποκτείνω ook nog doden.

Russian (Dvoretsky)

προσαποκτείνω: сверх того убивать Plut.: οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν υιὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ᾽ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα Xen. (царь заявил Гобрию): я сожалею не о том, что убил твоего сына, а о том, что не убил вместе (с ним) и тебя.

Greek Monolingual

Α
φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ' ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»].

Greek Monotonic

προσαποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποκτείνω: ἀποκτείνω προσέτι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6, Πλουτ. Δίων 58.

Middle Liddell

fut. -κτενῶ
to kill besides, Xen.