πολυπινής

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυπινές, (πίνος) very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῐνής: крайне грязный, неопрятный (κάρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακοπινής].

Greek Monotonic

πολῠπῐνής: -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολῠ-πῐνής, ές πίνος
very squalid, Eur.