ὀχλίζω

Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A move by a lever, heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε.. ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Il.12.448; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι.. ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Od.9.242; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε Call.Del.33; νῆα διὲκ πέτρας A.R.4.962, etc.: for Nic.Al.226 v. διοχλίζω.
II ὀχλιζομένων: συναγομένων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 430] = ὀχλεύω, 1) mit einem Hebel heben und wegschaffen, übh. mit Mühe fortschaffen, οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἅμαξαι – ὀχλίσσειαν, Od. 9, 242; τὸν (λίθον) δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ῥηϊδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν, Il. 12, 448; sp. D., wie Orph. Arg. 236; στόμα ὀχλίζειν, den Mund mit Gewalt aufbrechen, Nic. Al. 225. – 2) (ὄχλος) das Volk zusammenrotten, Hesych.

French (Bailly abrégé)

soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..
Étymologie: ὄχλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλίζω: (эп. 3 л. pl. aor. opt. ὀχλίσσειαν) поднимать (с помощью рычага) (τὸν λᾶαν ἀπ᾽ οὔδεος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλίζω: μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - στόμα ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ στόμα βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, μετὰ σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225.

English (Autenrieth)

(ὀχλός): only aor. opt., ὀχλίσσειαν, would heave from its place, raise, Il. 12.448, Od. 9.242.

Greek Monolingual

ὀχλίζω (Α) όχλος
1. κινώ με μοχλό, ανυψώνω, μετακινώ κάτι με μοχλό
2. μέσ. ὀχλίζομαι
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
3. φρ. «ὀχλίζω τὸ στόμα» — ανοίγω βίαια το στόμα, δηλ. αρχίζω να μιλώ με σφοδρότητα.

Greek Monotonic

ὀχλίζω: μελ. -ίσω, Επικ. ευκτ. αορ. αʹ ὀχλίσσεια· (ὄχλος = μόχλος), μετακινώ με μοχλό, ανασηκώνω, ξεσηκώνω· τὸν (λᾶαν) οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὀχλίζω, ὄχλος = μόχλος]
to move by a lever, to heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν Hom.