φιλοφροσύνη

Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, (φιλόφρων)
A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Pl.Lg. 628c; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib.640b; τυχεῖν Plu.Pyrrh.11; δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40; νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3; διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg.740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., friendly greetings, welcomes, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98; ποικίλαι φ. Phld. Lib.p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21.
II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirthung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' ἀλλήλων Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – Heiterkeit, Fröhlichkeit, Xen. Conv. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sentiment d'amitié ou de bienveillance, bonté : τινος HDT, πρός τινα PLUT pour qqn ; περί τι PLUT pour qch;
2 belle humeur, gaîté.
Étymologie: φιλόφρων.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφροσύνη: ἡ тж. pl.
1 благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς εἵνεκεν Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение),;
2 радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφροσύνη: ἡ, (φιλόφρων) φιλικὴ διάθεσις, εὔνοια, Ἰλ. Ι. 256· τινός, πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν αὐτόθι 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς ἀσπασμός, φιλικὴ ὑποδοχή, δεξίωσις, σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. φιλοφρόνησις. ΙΙ. εὔθυμος διάθεσις, εὐθυμία, φαιδρότης, Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ.

English (Autenrieth)

(φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόφρων, ονος]
1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση
νεοελλ.
1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία
2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη»
διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών
αρχ.
1. ευδιαθεσία, ευθυμία
2. στον πληθ. αἱ φιλοφροσύναι
φιλική υποδοχή.

Greek Monotonic

φῐλοφροσύνη: ἡ (φιλόφρων
I. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.
II. ευθυμία, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλοφροσύνη, ἡ, φιλόφρων
I. friendliness, kindliness, Il.; τινός towards one, Hdt.; πρός τινα Plat.: pl. friendly greetings, Pind.
II. cheerfulness, Xen.

English (Woodhouse)

(see also: φιλόφρων) good-will, good will

Translations

friendliness

Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, προσφιλία, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German German Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch