ὑπόψαμμος

Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑπόψαμμον, like ὕφαμμος, having sand under or having sand in it, sandy, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; λίμνη X.HG3.2.19; θάλαττα Plu. Pomp.78.

German (Pape)

[Seite 1240] wie ὕφαμμος, unterwärts Sand habend, mit Sand untermischt; λίμνη Xen. Hell. 3, 2,19; compar., Her. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mêlé de sable;
2 ensablé;
Cp. ὑποψαμμότερος.
Étymologie: ὑπό, ψάμμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόψαμμος:
1 смешанный с песком, песчаный: γῆ ὑποψαμμοτέρη Her. супесчаная почва;
2 занесенный песком (λίμνη Xen.);
3 изобилующий песчаными мелями, т. е. мелководный (θάλαττα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόψαμμος: -ον, ὡς τὸ ὕφαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἀμμώδης, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· λίμνη Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· θάλαττα Πλουτ. Πομπ. 78.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ανάμικτος με άμμο
2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].

Greek Monotonic

ὑπόψαμμος: -ον, αυτός που από κάτω του έχει άμμο, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κάπως αμμώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπό-ψαμμος, ον,
having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.