φιλόδωρος

Revision as of 05:35, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φιλόδωρον,
A bountiful, Cratin.328, X.Mem.3.1.6, Plu.Alex.48, etc.; of God, Ph.1.50, al.; τὸ φιλόδωρον = φιλοδωρία (generosity), Plu.Ant.43. Adv. φιλοδώρως = generously Pl.Tht. 146d.
2 c. gen., giving bountifully of, εὐμενείας Id.Smp.197d.
II fond of receiving gifts or fond of receiving bribes, πόλις App.Sam.11.
III of actions, etc., munificent, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. D.18.112.

German (Pape)

[Seite 1279] gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Gegensatz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηθεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à donner, généreux, libéral ; τὸ φιλόδωρον la générosité, la munificence.
Étymologie: φίλος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

φιλόδωρος:
1 любящий дарить, щедрый Xen.: φ. τινος Plat. щедрый на что-л. или в чем-л.;
2 щедрый, обильный (πρᾶγμα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδωρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ δίδῃ δῶρα, γενναιόδωρος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φ. = φιλοδωρία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 43. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλατ. ἐν Θεαιτ. 146D. 2) μετὰ γεν., ὁ δίδων ἀφθόνως ἔκ τινος, εὐμενείας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· φιλοδωρότατος τῶν ἐγκωμίων Συνέσ. 239Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἄφθονος, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. Δημ. 264. 5.

Spanish

generoso, liberal

Greek Monolingual

-ον, Α
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονίαφιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.)
3. αυτός που του αρέσει να παίρνει δώρα
4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾶγμα... φιλόδωρον», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδωρον
η φιλοδωρία.
επίρρ...
φιλοδώρως Α
με φιλόδωρο τρόπο, με γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό-δωρος].

Greek Monotonic

φῐλόδωρος: -ον (δῶρον),
I. αυτός που αγαπά να δίνει, γενναιόδωρος, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, άφθονος, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλό-δωρος, ον, δῶρον
I. fond of giving, bountiful, Xen.
II. of things, munificent, Dem.

English (Woodhouse)

generous, munificent, generous in giving