βλακικός

Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βλακική, βλακικόν, (βλάξ) stupid, Pl.R. 432d, X.Oec.8.17, etc.; lazy, sluggish, δειλὰ καὶ β. Pl.Plt. 307c; β. τὸ ἦθος Arist.HA618b5. Adv. βλακικῶς Ar.Av.1323.

Spanish (DGE)

(βλᾰκικός) -ή, -όν
I 1indolente, relajado gener. pred. de acciones y efectos (φαινόμενα) δειλὰ καὶ βλακικά Pl.Plt.307c, πάνυ ἂν ἡμῶν εἴη βλακικόν X.Oec.8.17
c. ac. de rel. β. τὸ ἦθος Arist.HA 618b5, cf. M.Ant.4.28
de pers. dicho de eunucos flojo, blando Phryn.238.
2 licencioso ὅπου δὲ ἀνεῖνται (τὰ τοιαῦτα), βλακικώτερα Pl.Lg.637b, cf. Clem.Al.Paed.2.9.77.
3 estúpido, tonto πάθος Pl.R.432d, cf. Hsch., sobre su etim. rel. con el pez βλάξ o c. βλακείας Paus.Gr.β 10.
II adv. βλακικῶς = poco diligentemente ὡς β. διακονεῖς ¡cómo remoloneas al servir! Ar.Au.1323, cf. Poll.3.123.

German (Pape)

[Seite 447] träg, schlaff, Plat. Rep. IV, 432 d; καὶ δειλός Polit. 307 c; Xen. Oec. 8, 17; adv. βλακικῶς, διακονεῖν Ar. Av. 1323. Auch = dumm. – Compar. βλακικώτερος Xen. Mem. 4, 2, 20, statt des falsch gebildeten βλακώτερος zu schreiben.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 mou, indolent, lâche;
2 stupide.
Étymologie: βλάξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλακικός -ή -όν βλάξ dom:. βλακικόν γε ἡμῶν τὸ πάθος wat ons overkwam was echt dom Plat. Resp. 432d.

Russian (Dvoretsky)

βλᾱκικός: вялый, неповоротливый, тж. тупой Xen., Plat., Arst.

Middle Liddell

βλάξ
lazy, stupid, Plat.: adv. -κῶς, Ar.

Greek Monolingual

βλακικός, -ή, -όν (Α) βλαξ
1. βλάκας
2. βλακώδης.

Greek Monotonic

βλᾱκικός: -ή, -όν, νωθρός, οκνηρός, ανόητος, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾱκικός: -ή, -όν, (βλὰξ) ὀκνηρός, ἀνόητος, μωρός, Πλάτ. Πολ. 432D, Ξεν. Οἰκ. 8, 17, κτλ.· ἠλίθιος, τὸ ἦθος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 30, 2· πρβλ. βλὰξ καὶ ἴδε Ρουγκ. Τίμ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323.

English (Woodhouse)

dull, slow, dull in intellect, of the intelligence