ῥαβδονομέω

Revision as of 11:22, 2 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

to be ῥαβδονόμος, sit as umpire, S.Tr.516 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 829] Kampfrichter sein, über den Kampf richten, entscheiden, Soph. Trach. 513, Schol. erklärt βραβεύω, διατάττω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être juge d'un combat.
Étymologie: ῥαβδονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδονομέω: быть судьей на состязании, решать спор Soph.

Greek Monolingual

ραβδονομέω, Α ῥαβδονόμος
είμαι ραβδονόμος, κρατώ ράβδο ως σημείο της εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ' εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῦσα», Σοφ.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδονομέω: εἶμαι ῥαβδονόμος, κάθημαι ὡς ἀγωνοδίκης, Σοφ. Τρ. 516.

Greek Monotonic

ῥαβδονομέω: μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥαβδονομέω, fut. -ήσω
to sit as umpire, Soph. [from ῥαβδονόμος