ῥαβδονομέω
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
to be ῥαβδονόμος, sit as umpire, S.Tr.516 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 829] Kampfrichter sein, über den Kampf richten, entscheiden, Soph. Trach. 513, Schol. erklärt βραβεύω, διατάττω.
French (Bailly abrégé)
ῥαβδονομῶ :
être juge d'un combat.
Étymologie: ῥαβδονόμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδονομέω: быть судьей на состязании, решать спор Soph.
Greek Monolingual
ραβδονομέω, Α ῥαβδονόμος
είμαι ραβδονόμος, κρατώ ράβδο ως σημείο της εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ' εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῦσα», Σοφ.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδονομέω: εἶμαι ῥαβδονόμος, κάθημαι ὡς ἀγωνοδίκης, Σοφ. Τρ. 516.
Greek Monotonic
ῥαβδονομέω: μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.
Middle Liddell
ῥαβδονομέω, fut. -ήσω
to sit as umpire, Soph. [from ῥαβδονόμος