εὐεστώ
English (LSJ)
οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ) well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.
German (Pape)
[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεστώ: οῦς ἡ εἰμί благосостояние, благополучие, процветание Aesch., Diog. L.: ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Her. в пору былого благоденствия.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐεστώ, -οῦς, ἡ (Α)
1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ», Ηρόδ.)
2. τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. του ουσία].
Greek Monotonic
εὐεστώ: -οῦς, ἡ, υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐστώ being, from εἰμί sum]
well-being, tranquillity, prosperity, Hdt., Aesch.
English (Woodhouse)
Translations
Bulgarian: преуспяване, благоденствие; Burmese: မင်္ဂလာ; Catalan: prosperitat; Chinese Mandarin: 繁榮, 繁荣; Czech: prosperita; Dutch: voorspoed; Esperanto: prospero; Finnish: vauraus; French: prospérité; Galician: prosperidade; German: Prosperität, Wohlstand; Greek: ευημερία, ευπορία; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, αὔξησις, ἀρετή, εὐδαιμονία, εὐεστώ, εὐθηνία, εὐπραξία, εὔσοια, εὐτυχία, ὄλβος; Hindi: समृद्धि; Icelandic: velmegun, góðæri; Irish: rath; Italian: prosperità; Japanese: 繁栄; Korean: 번영(繁榮); Kurdish Central Kurdish: ئاسوودەیی, بەختیاری, کامەرانی; Latin: prosperitas; Malayalam: സമൃദ്ധി, അഭിവൃദ്ധി; Manchu: ᠮᡠᡴᡩᡝᠨ; Maori: tōnuitanga, houkuratanga; Middle English: welthe; Occitan: prosperitat; Polish: dobrobyt; Portuguese: prosperidade; Romanian: prosperitate; Russian: преуспевание, процветание, благосостояние; Sanskrit: ऋद्धि, स्वस्ति; Scottish Gaelic: àigh, piseach; Serbo-Croatian: imućstvo; Slovak: prosperita; Spanish: prosperidad; Swedish: välstånd; Thai: ความรุ่งเรือง; Turkish: refah, gönenç; Ukrainian: процвітання; Volapük: plöp