δασώδης
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δασώδης: -ες, ὁ κεκαλυμμένος διὰ πυκνῶν θάμνων, Γραμμ.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
-ες (AM δασώδης, -ες) δάσος
(για τόπο) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog