μασχαλιστήρ
English (LSJ)
μασχαλιστῆρος, ὁ,
A girth passing round the horse behind his shoulders and fastened to the yoke by the λέπαδνον, Poll. 1.147, Hsch.
II generally, girth, band, A.Pr.71, Hdt.1.215; μ. ἔνλιθος CPR22.5 (ii A.D.).
III second dorsal vertebra, Poll.2.178.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
ῆρος, ὁ, eigtl. der Schulterriemen am Pferde, der über die Schultern geht und mit dem Halsriemen des Joches, λέπαδνον, zusammenhängt, überhaupt Gurt, ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71; eine Art Gurt od. Band ist es auch bei Her. 1.215; vgl. Poll. 5.16.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
μασχαλιστήρ: ῆρος, ὁ, (μασχάλη) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς ὄπισθεν τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, Πολυδ. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, ζώνη, ζῶμα, δεσμός, ταινία, Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· ― ταινία τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32.
Greek Monotonic
μασχαλιστήρ: -ῆρος, ὁ, πλατύς ιμάντας περασμένος γύρω από το άλογο και δεμένος στο ζυγό με το λέπαδνον· γενικά, περίμετρος, ζωνάρι, δέσιμο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
[from μασχᾰλίζω]
a broad strap passing round the horse and fastened to the yoke by the λέπαδνον: generally, a girth, girdle, band, Hdt., Aesch.