σύνοψις

Revision as of 21:47, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ξύλλογή" to "ξυλλογή")

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a seeing all together, general view, whether with the eyes or mind, ἡ σ. τῶν νόμων Pl.Lg.858c; συνακτέον εἰς σ. one must bring under one view, Id.R.537c; ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Plb.1.4.1; εἰς σ. ἀγαγεῖν Gal.6.77; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. Plb.6.27.1; ἐν σ. ἀλλήλων in sight of one another, Id.38.18.6; ἐς σ. ἐλθεῖν (sc. ἀλλήλων) D.S.24.1; πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ D.H.Th.6.
2 epitome, Plu.2.1057c tit.; recapitulation, Herm.in Phdr.p.158A.
3 estimate, ἡ λεγομένη κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις the collection of taxes according to the estimate, OGI 669.55, cf. 58 (Egypt, i A.D.), Sammelb.5230.50 (i A.D.), PRyl.221.24 (iii A.D.); τὴν σ. τῶν δεομένων τόπων ζωγραφίας τοῦ.. βαλανίου POxy.896.6 (iv A.D.), cf. 1450.12 (iii A.D.); ὁ τὴν σ. εἰληφώς the official who accepted the tender, ib.1117.7 (ii A.D.); = aestimatum, opinio, taxatio, Glossaria
4 expense, ἄνευ δημοσίας σ. Sammelb.7475.14 (vi/vii A.D.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vue d'ensemble, coup d'œil général.
Étymologie: συνόψομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνοψις -εως, ἡ [συνοράω] overzicht.

German (Pape)

ἡ, Übersicht, Anblick, Betrachtung; συνακτέων ἐς σύνοψιν οἰκειότητος ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως, Plat. Rep. VII.537c; ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἄγειν, unter einen Überblick bringen, Pol. 1.4.1; ἐν συνόψει ἀλλήλων, 40.5.6, und öfter. – Entwurf, Modell, Sp.

Russian (Dvoretsky)

σύνοψις: εως ἡ
1 общий обзор, общая видимость: τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν Polyb. весьма удобный наблюдательный пункт;
2 общий взгляд, общее обозрение (τῶν νόμων Plat.): ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν Polyb. свести в один очерк, составить сводку;
3 оглавление, перечень (τῶν ἀποτελεσμάτων Polyb.).

Greek Monotonic

σύνοψις: -εως, ἡ, γενική θεώρηση, επισκόπηση που γίνεται είτε με τα μάτια είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοψις: ἡ, ἡ διὰ μιᾶς πολλῶν πραγμάτων ἐπισκόπησις ἢ περιληπτικὴ ἐπισκόπησις εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν γινομένη εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ἡ σ. τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 858C· συνακτέον εἰς σ., πρέπει τις συναγάγῃ ὑπὸ μίαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537C· ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Πολύβ. 1. 4, 1· τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. ὁ αὐτ. 6. 27, 1· ἐν σ. ἀλλήλων, εἰς ὄψιν ἀλλήλων, ὁ αὐτ. 40. 5, 6· ἐς σ. ἐλθεῖν (ἐξυπακ. ἀλλήλων) Διοδ. Ἐκλογ. 508. 28· πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. 2) πίναξ τῶν περιεχομένων, περίληψις, Πλούτ. 2. 1057D· κατὰ σύνοψιν παραγράφεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 58. 3) συνοπτικὴ πραγματεία, ἐπιτομή, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 35.

Middle Liddell

σύν-οψις, εως,
a general view, Plat.

English (Woodhouse)

bird's eye view

Translations

recapitulation

Bulgarian: резюме; Catalan: recapitulació; Chinese Mandarin: 概括; Czech: rekapitulace; Dutch: recapitulatie; Finnish: yhteenveto; French: récapitulation; German: Rekapitulation; Greek: ανακεφαλαίωση; Ancient Greek: ἀνακεφαλαίωσις, ἐπανακεφαλαίωσις, ἐπάνοδος, ξυλλογή, παλιλλογία, συγκεφαλαίωσις, συγκορύφωσις, συλλογή, σύνοψις; Irish: achoimriú; Italian: ricapitolazione; Japanese: 要約; Korean: 개요; Latin: recapitulatio; Polish: streszczenie; Portuguese: recapitulação; Russian: суммирование; Scottish Gaelic: ath-innse; Spanish: recapitulación; Swedish: rekapitulering, sammanfattning, rekapitulation