σύναμμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (συνάπτω)
A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10.
II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysippus, D.L.7.191.
German (Pape)
[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
σύναμμα: ατος τό
1 узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2 перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.