ὀρεκτικός

Revision as of 10:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀρεκτική, ὀρεκτικόν, (ὄρεξις)
A appetitive, Arist.de An.433b3, EE1233a38, al.; τὸ ὀρεκτικόν the impulsive or conative faculty, Id.EN1102b30; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν.. ἀλλήλων Id.de An.431a13, al.; ὀ. νοῦς Id.EN1139b4. Adv. ὀρεκτικῶς Hsch. s.v. θουραίη; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι Arr.Epict.3.3.2.
2 exciting appetite, οἶνος Dsc.5.6.

German (Pape)

[Seite 372] die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le désir ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;
2 qui excite le désir.
Étymologie: ὀρεκτός.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεκτικός:
1 стремящийся, устремляющийся, целеустремленный (τὸ κινοῦν Arst.);
2 возбуждающий желание (πάθος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεκτικός: -ή, -όν, (ὄρεξις) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ὀρέξεις, ὀρεκτικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 110, 7, Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 5, κ. ἀλλ.· τὸ ὀρεκτικόν, περιληπτικῶς, αἱ ὀρέξεις, αἱ ἐπιθυμίαι, αὐτόθι 1. 13, 18, π. Ψυχῆς 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· - ὀρ. τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 3. 6, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. 2) ὁ κινῶν, διεγείρων ἐπιθυμίαν ἀνοίγων ὄρεξιν, οἶνος Διοσκ. 5. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρεκτικός, -ή, -όν) ορεκτός
1. αυτός που διεγείρει την όρεξη
2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό
α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη
β) (φαρμ.) ουσία που καταπολεμά την ανορεξία και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την έκκριση γαστρικού υγρού
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην επιθυμία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτικόν
α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο
β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις
3. φρ. «ὀρεκτικός νοῦς» — η προαίρεση
επίρρ...
ὀρεκτικῶς (Α)
1. με επιθυμία, με όρεξη
2. φρ. «ὀρεκτικῶς ἔχω» — ορέγομαι, επιθυμώ πολύ.

Greek Monotonic

ὀρεκτικός: -ή, -όν (ὄρεξις), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, ορεκτικός, σε Αριστ.· τὸ ὀρεκτικόν, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀρεκτικός, ή, όν ὄρεξις
of or for the desires, appetitive, Arist.; τὸ ὀρεκτικόν, the appetites, Arist.