καταγηράσκω

Revision as of 13:06, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Od.19.360 (= Hes.Op.93), E.Med.124 (anap.), Hyp.Lyc.12, Arist.HA622a26, etc.:—also καταγηράω, Pl.Criti.112c, Is.2.22 (καταγηράναι Dobree): fut. καταγηράσομαι [ᾱ] Ar.Eq.1308, etc., -άσω Pl.Lg.949c (aor. subj. in Smp.216a): aor. κατεγήρᾱσα Hdt.2.146, Pl. Tht.202d, Ath.14.633b:—from *καταγηργήραμι (cf. γηράσκω) come inf. καταγηράναι or καταγηρᾶναι (Att., acc. to Moer.p.115 P., v. supr.) Ath.5.190e, and prob. κατεγήρα Od.9.510, Hdt.6.72: pf. καταγεγήρᾱκα Isoc. 10.1:—grow old, ll. cc.; αἶψα… ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od.19.360; μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν 9.510, cf. Hdt.6.72.

German (Pape)

[Seite 1342] (s. γηράσκω), altern, alt werden; αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od. 19, 360; Hes. O. 93; Eur. Med. 124; καταγηράσομαι Ar. Equ. 1308; auch καταγηράσουσι, Plat. Legg. XII, 949 c; κατεγήρασαν Theaet. 202 d; als att. empfohlen καταγηρᾶναι, Ath. V, 190 e, wo noch καταγηράναι accentuirt ist; καταγεγηράκασιν Isocr. 10, 1; auch übertr., καταγηρασάντων τῶν ἀρχαίων νομίμων, veralten, bei Ath. XIV, 633 b.

French (Bailly abrégé)

f. καταγηράσομαι ou καταγηράσω, ao. κατεγήρασα, pf. καταγεγήρακα;
vieillir, devenir vieux.
Étymologie: κατά, γηράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγηράσκω en καταγηράω [κατά, γῆρας] ouder worden, verouderen.

Russian (Dvoretsky)

καταγηράσκω: (fut. καταγεράσω и καταγεράσομαι, aor. 1 κατεγήρᾱσα, pf. καταγεγήρακα) стареть, стариться (αἶψα ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Hom.; τὰ φυτὰ αὐαίνεται καὶ καταγηράσκει Arst.): (οἱ ξένοι) οὐ καταγηράσκουσιν ἐν τῇ πόλει Plat. иноземцы не живут до самой старости в (чужом) государстве; θητεύων καταγηράσκει Plut. он состарился рабом.

Greek Monolingual

καταγηράσκω και καταγηρῶ, -άω (Α)
γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέροςαἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

καταγηράσκω: και -γηράω· μέλ. γηράσομαι [ᾱ] και -άσω· αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γίνομαι γέρος, γερνώ, Λατ. senescere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταγηράσκω: Ὀδ. Τ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 93, Εὐριπίδ. Μήδ. 124, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 10, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 26, κτλ.·-ὡσαύτως καταγηράω, Ἡρόδ. 2. 146, Πλάτ. Κριτ. 112C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 27: -μέλλ. γηράσομαι ᾱ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, κτλ.· ἀλλὰ -άσω Πλάτ. Συμπ. 216Β, Νόμ. 949C:-ἀόρ. -εγήρᾱσα Ἡρόδ. 2. 146, Πλάτ. Θεαίτ. 202D, Δημήτρ. παρ’ Ἀθην. 633Β,-εγήρᾱνα Ἀθήν. 190Ε· (κατὰ Μοῖριν: «γηρᾶναι καὶ καταγηρᾶναι, Ἀττικῶς. γηρᾶσαι καὶ καταγηρᾶσαι Ἑλληνικῶς»)· κατεγήρα εἶναι ὡσαύτως πιθαν. τύπος ἀορίστου (ἴδε ἐν λ. γηράσκω): πρκμ. καταγεγήρᾱκα Ἰσοκρ. 208Α. Γίνομαι γέρων, «καταγεράζω», ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Ὀδ. Τ. 360· κατεγήρα Κυκλώπεσσι, ἐγήρασε μεταξὺ αὐτῶν, Ι. 510, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 72.

Middle Liddell

and -γηράω fut. -γηράσομαι and άσω aor1 -εγήρᾱσα
to grow old, Lat. senescere, Od., Hdt.