ἀραρότως
English (LSJ)
[ᾰρ], (ἀραρίσκω) compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (ἀραρώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰρᾱ-]
• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀραρότως γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀραρότως ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀἀραρότως ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.
German (Pape)
[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱρότως:
1 плотно, крепко (ἀ. σύνδεσμα εἶχε Eur.);
2 твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v.l. ἀραρότα);
3 усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
Greek Monolingual
ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].
Greek Monotonic
ἀρᾱρότως: επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
[ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω
compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.